σεληνίου

σεληνίου
σελήνιον
moonlight
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σελήνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Se ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 34, ατομικό βάρος 78,96, έξι σταθερά ισότοπα, με αριθμούς μάζας74, 77, 82, 76, 78, 80, και οχτώ ραδιενεργά με χρόνους… …   Dictionary of Greek

  • σεληνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χημικό στοιχείο σελήνιο 2. φρ. α) «σεληνικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, λευκό υγροσκοπικό στερεό, το μόριο τού οποίου αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου, ένα άτομο σεληνίου και τέσσερα άτομα… …   Dictionary of Greek

  • ανορθωτής — Συσκευή, χωρίς κινούμενα όργανα, που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε κυματόρευμα μιας κατεύθυνσης και εκμεταλλεύεται γι’ αυτό την ιδιότητα ενός στοιχείου (ανορθωτικό στοιχείο) να επιτρέπει τη διέλευση του ρεύματος… …   Dictionary of Greek

  • δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη …   Dictionary of Greek

  • σεληνιώδης — ες, Ν 1. χημ. αυτός που προκύπτει από το σελήνιο 2. φρ. «σεληνιώδες οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, άχρωμο υγροσκοπικό κρυσταλλικό στερεό, τού οποίου το μόριο περιέχει δύο άτομα υδρογόνου, ένα άτομο σεληνίου και τρία άτομα οξυγόνου …   Dictionary of Greek

  • σεληνοαιθέρες — οι, Ν χημ. συνοπτική ονομασία οργανικών ενώσεων, ανάλογων με τους θειαιθέρες, στα μόρια τών οποίων το άτομο τού θείου έχει αντικατασταθεί από άτομο τού σεληνίου …   Dictionary of Greek

  • σεληνοδικυάνιο — το, Ν χημ. ανόργανη χημική ένωση τού σεληνίου με τον άνθρακα και το άζωτο …   Dictionary of Greek

  • σεληνοκυανικός — ή, ό, Ν φρ. «σεληνοκυανικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση που προκύπτει από το κυανικό οξύ με αντικατάσταση στο μόριό του τού ατόμου τού οξυγόνου από άτομο σεληνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. selenocyanic (acid) < selenium (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • υδροσελήνιο — το, Ν χημ. υδρογονούχα ένωση τού σεληνίου, τής οποίας τα υδατικά διαλύματα είναι γνωστά με την ονομασία υδροσεληνικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειος όρος, πρβλ. γαλλ. hydrogene selenie] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”